- ζευκτό
- Κατασκευή από ξύλο, από σίδερο ή μεικτή, η οποία προορίζεται για τη στήριξη αμφικλινούς στέγης ενός οικοδομήματος. Η αρχαιότερη μορφή ζ. είναι ένα απλό τρίγωνο από ξύλινες δοκούς, στο οποίο οι δύο επικλινείς στηρίζουν τον σκελετό της στέγης, ενώ η κάτω οριζόντια δοκός χρησιμεύει για να εξουδετερώνει τις ωθήσεις που ασκούν οι επικλινείς πάνω στους τοίχους στήριξης με τάση να τους ανατρέψουν. Υπάρχουν και άλλοι πιο περίπλοκοι τύποι σκελετών για ζ. με ειδικό προορισμό τα μεγαλύτερα ανοίγματα. Από αυτά που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι το αγγλικό και το γαλλικό, που ονομάζεται και ζ. Πολονσό, στην απλή ή στην πολλαπλή μορφή του. Κατασκευάζονται επίσης και άλλοι τύποι ζ. κατάλληλοι για ιδιαίτερες απαιτήσεις (βιομηχανικά κτίρια, γυμναστήρια κλπ.). Ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούσαν συχνά μεικτούς τύπους, από ξύλο και σίδερο (π.χ. το ζ. Πολονσό), σήμερα, ιδιαίτερα για τα μεγάλα ανοίγματα, οι κατασκευές αυτές είναι αποκλειστικά από σίδερο, με δυνατότητα να καλύπτουν αποστάσεις έως 40 μ. μεταξύ των στηριγμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.